Κέικ με άρωμα τσουρεκιού

Η ντουλάπα μονόφυλλη, παλιά, θα μπορούσες να την πεις και αντίκα. Προικώο απ’ τη μάνα του πατέρα της. Από καρυδιά, με λουλουδένια σκαλίσματα δεξιά και αριστερά κατά μήκος  του κρυστάλλινου καθρέπτη. Κάτω απ’ τον καθρέπτη, τέσσερα μεγάλα συρτάρια. Εκεί τα ασπρόρουχα, τα εσώρουχα, εκεί και κάποια λίγα πολύτιμα κοσμήματα. Η Άννα μπροστά στον καθρέπτη κοίταζε αμήχανα την αχάιδευτη για πολύ καιρό σιλουέτα της. Το βλέμμα της ανέβηκε νευρικά στη δεξιά γωνία του καθρέπτη. Ελαφρώς τσακισμένη η γωνία. Έτσι τον είχε παραλάβει. Για άλλη μια φορά αναρωτήθηκε πως και είχε σπάσει εκεί πάνω και όχι κάπου αλλού. Για άλλη μια φορά οι σκέψεις της έφυγαν τρέχοντας απ’ το είδωλο της, με δικαιολογία την τσακισμένη γωνία του καθρέπτη.

Άνοιξε την ντουλάπα, κοίταξε μέσα, αναποφάσιστη τι να διαλέξει για την περίσταση. Η περίσταση ήταν ένα ξαφνικό κάλεσμα για έναν καφέ από συνάδελφο στο σχολείο που δίδασκαν κι’ οι δυο. Είχε προσέξει τα βλέμματα του, την ευγενική συμπεριφορά του απέναντί της και να τώρα το κάλεσμα. Πετάρισε η ψυχή της στην πρόταση του και δέχτηκε αμέσως την πρόσκληση.

Η ματιά της πέρασε γρήγορα απ’ τα κρεμασμένα με απόλυτη τάξη ρούχα της, μέσα στην καρυδένια ντουλάπα. Τρεις γκρι φούστες, όλες με πιετάκι στην πίσω κεντρική ραφή, δυο καφέ εβαζέ,  δυο μαύρες. Καμιά δεκαριά μπλούζες μακρυμάνικες, άλλες μπεζ, άλλες μαυρόασπρες και μια δυο σε απαλό ροζ, η μια με σκούρα φούξια λουλουδάκια. Πέντε, έξι φουστάνια. “Ναι, ναι, φουστάνι θα βάλω, αυτό το βαθύ κυπαρισσί κρεπ με το κρουαζέ άνοιγμα στο λαιμό. Με δείχνει και πιο φωτεινή”, αποφάσισε η Άννα. Ντύθηκε, δεν στολίστηκε, έβαλε το μαύρο κομψό μαντό της, φόρεσε και τον ασορτί μαύρο μπερέ. Η αλήθεια ταίριαζε πολύ με τα μαζεμένα κυματιστά μαλλιά της, ταίριαζε και με τα γραμμένα φρύδια της.

Βγήκε απ’ τη μικρή μονοκατοικία, άνοιξε την αυλόπορτα και κατηφόρισε προς την πλατεία της επαρχιακής πόλης. Το ρολόι της κοντινής εκκλησίας χτύπησε πέντε, πέντε η ώρα που βραδιάζει. “Που πάω;” σκέφτηκε η Άννα, “πέντε και μισή το ραντεβού, η απόσταση, σκάρτη δέκα λεπτά”. Επιβράδυνε το βήμα της, έκανε το γύρω της εκκλησίας, πέρασε τη γεφυρούλα, την ξαναπέρασε και επιτέλους, πέντε και μισή ακριβώς στην πόρτα του καφεζαχαροπλαστείου “Το λευκό εντελβάις”. Άνοιξε δισταχτικά, μπήκε στην αίθουσα και έφερε ένα γύρω το βλέμμα της στον σχεδόν άδειο μελαγχολικό χώρο. Τρεις ηλικιωμένες σε μπροστινό τραπέζι, ένα ζευγάρι και δυο μεγαλοκοπέλες συνομήλικες της. Κανένας γνωστός, ευτυχώς. Άλλωστε τέσσερις μόλις μήνες στη μικρή πόλη και η κοινωνική της ζωή ασήμαντη. Απ’ το σπίτι στο σχολείο και τούμπαλιν. Προτίμησε ένα τραπεζάκι στο βάθος του μαγαζιού, στη γωνία που έβλεπε και το δρόμο.

“Τι θα πάρετε;” τη ρώτησε ο ηλικιωμένος σερβιτόρος που την πλησίασε με το που κάθισε. “Περιμένω παρέα,” απάντησε αμήχανα η Άννα. Ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε βαριεστημένος, η Άννα ανήσυχη κοίταξε το ρολόι της. Πέντε και δέκα, πέντε και τέταρτο. Στις και μισή, το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε απόμακρα, κάπως θαμπά και κάπως ειρωνικά. Έτσι της φάνηκε. Κοίταξε έξω απ’ τη τζαμαρία, ένα ελαφρύ βροχόνερο άρχιζε. Ο ηλικιωμένος σερβιτόρος την πλησίασε πάλι
“Θα πάρετε κάτι;” τη ρώτησε βαριεστημένα. Δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να παραγγείλει ή να φύγει. Δεν μπορεί κάτι σοβαρό θα του έτυχε. “Ναι, ναι, απάντησε ξεψυχισμένα, έναν διπλό καφέ και κάτι σε γλυκό”. Καφέ δεν έπινε ποτέ και τα γλυκά τα απέφευγε. Όμως κάτι έπρεπε να παραγγείλει και η ψυχολογία της στιγμής την οδήγησε σ’ αυτήν την παραγγελία.

Ο σερβιτόρος σχετικά γρήγορα της έφερε την παραγγελία, άλλωστε η πελατεία είχε αυξηθεί κατ’ ελάχιστον. Ο διπλός καφές μοσχομύριζε, και  δυο λαχταριστά λεπτά κομμάτια κέικ με άρωμα τσουρεκιού, όπως της είπε ο σερβιτόρος, που το είχε φτιάξει η γυναίκα του ιδιοκτήτη. Πλήρωσε αμέσως και σιωπηλά δοκίμασε και τα δυο. Γαλήνεψε κάπως. Ήταν και τα δυο ό,τι έπρεπε για το ατυχές απόγευμα. “Δεν μπορεί, κάτι σοβαρό θα του έτυχε και δεν μπόρεσε να με ειδοποιήσει,” σκέφτηκε για άλλη μια φορά. Θα μάθω αύριο στο σχολείο.

Με το βλέμμα της διακριτικά τον έψαξε στο γραφείο των συναδέλφων. Δεν ήταν εκεί, δεν είχε έρθει ακόμα. Σίγουρα κάτι του έτυχε. Καλημέρισε εγκάρδια αλλά χαμηλόφωνα, την καλημέρισαν και εκείνοι. Τότε ήταν που η φωνή του διευθυντή και λίγο πριν μπουν στις αίθουσες για το μάθημα, αντήχησε σαν καμπάνα που στόχευσε κατευθείαν στην καρδιά της. “Ο Κος Νεγκροπόντε θα απουσιάσει για λίγες μέρες. Βρίσκεται εσπευσμένα στην πρωτεύουσα. Η γυναίκα του γέννησε πρόωρα”.
Κρατήθηκε από μια καρέκλα, αλλά δεν άντεξε το νέο και σωριάστηκε καταγής μπρος στα έκπληκτα μάτια διευθυντού και συναδέλφων.

(Ο πίνακας Donna al caffè -1931, είναι του Antonio Donghi. Ρώμη 1897-1963)

 

Υλικά (για φόρμα μακρόστενη 11Χ30)

  • 200 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις κοσκινισμένο
  • 100 γρ. σιμιγδάλι χοντρό
  • 1 κεσεδάκι γιαούρτι 2%
  • 1/2 φλ.τσ. βούτυρο γάλακτος
  • 1/2 φλ.τσ. ηλιέλαιο
  • 3/4 φλ.τσ. καστανή ζάχαρη
  • 3 αβγά
  • 1 κ.γ. σπόροι μαχλέπι
  • 1 κ.γ. κοφτό κουρκουμά (δίνει χαρακτηριστικό κροκί χρώμα)
  • 4-5 δάκρυα μαστίχας
  • 1 βανίλια λεμόνι
  • 1 κ.γ. γεμάτο μπέικιν

Εκτέλεση

  • Σε ένα γουδί βάζω τους σπόρους απ’ το μαχλέπι, τα δάκρυα μαστίχας, τον κουρκουμά και τη βανίλια λεμονιού. Χτυπάω πολύ καλά, ώσπου να γίνουν πούδρα. Προτιμώ πάντα τους σπόρους και τα δάκρυα μαστίχας γιατί δίνουν καλύτερο άρωμα. Ρίχνω αυτό το μείγμα στο κοσκινισμένο αλεύρι με την μπέικιν. Ανακατεύω καλά.

  • Ρίχνω στον κάδο του μίξερ το βούτυρο, το ηλιέλαιο και τη ζάχαρη. Χτυπάω πολύ καλά. Ρίχνω τα αβγά και συνεχίζω το χτύπημα. Προσθέτω το γιαούρτι, ανακατεύω.

  • Προσθέτω τώρα στον κάδο πρώτα το σιμιγδάλι, ανακατεύω και προσθέτω το κοσκινισμένο αλεύρι στο οποίο έχω αναμείξει το μείγμα των αρωματικών.

  • Χτυπάω καλά ώσπου να ομογενοποιηθούν όλα τα υλικά.

  • Φοδράρω μια μακρόστενη φόρμα με βρεγμένο αντικολλητικό χαρτί, το οποίο έχω στύψει προσεχτικά και ρίχνω το μείγμα του κέικ.

  • Βάζω το κέικ σε καλά προθερμασμένο (200 βαθμοί, αντιστάσεις) φούρνο, αλλά αμέσως χαμηλώνω τη θερμοκρασία στους 180 βαθμούς.
  • Ψήνω για 55 λεπτά. Σβήνω το φούρνο και αφήνω το κέικ άλλα 10 λεπτά μέσα.

  • Το βγάζω από το φούρνο και τη φόρμα, το αφήνω να κρυώσει πάνω σε σχάρα και τότε το κόβω.

Καλή σας και γλυκιά επιτυχία

Comments

2 responses to “Κέικ με άρωμα τσουρεκιού”

  1. Γεωργια

    Υπέροχο, όπως και η ιστορία που περιγράφεις!!!

    1. Αγαπητή μου Γεωργία, σ’ ευχαριστώ θερμά για το σχόλιο σου.
      Συγγνώμη που άργησα να σου απαντήσω. Πολλά φιλιά.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *