Μηλομπουρεκάκια τα εύκολα

“Πιάσε το μήλο και πέτα το”. “Γιατί, δεν είναι καλό;” “Πέτα το, θα σε ταξιδέψει”. Είπε δυνατά η φωνή. Δεν ήθελα και πολύ. Παίρνω φόρα και με δύναμη το πετώ. Το μήλο κάνει ένα μεγάλο, μεγάλο τόξο και πέφτει στα χέρια μιας πανύψηλη, λαμπερής και σπιρτόζας νεαρής κυρίας.
“Πως σας λένε;” φωνάζω δυνατά για να με ακούσει. ” New York κι’ ευχαριστώ για το μήλο “. “Μα μιλάτε ελληνικά;” ρωτώ ξαφνιασμένη. “Βεβαίως και ελληνικά”, απαντά γελώντας, “Ευχαριστώ πολύ για το μήλο, έπεσε στα σωστά χέρια, μην ξεχνάτε είμαι η apple city, γνωστό τοις πάσι”. “Σωστά, αλλά τώρα θα πρέπει και σεις να το πετάξετε”. Της λέω. Η πανύψηλη New York, κάνει μια κομψή κίνηση και πετά το μήλο με χάρη.


Το μήλο κάνει μια μεγάλη τροχιά και πέφτει στα χέρια του Magritte. Αυτός το πιάνει ταχύτατα, το φέρνει κοντά στη μύτη του και κάθεται στο σκαμπό, μπροστά από ένα καβαλέτο. “Μα τι κάνετε;” ρωτώ τρομαγμένη. “Μην το φάτε, παρακαλώ”. Ο ζωγράφος χαμογελά μειλίχια. “Μην ανησυχείς μικρή μου, αυτό θα συμπληρώσει τον πίνακα μου”. Τον βλέπω να αρπάζει τα πινέλα του και να ζωγραφίζει ένα όμορφο μήλο μπροστά απ’ το πρόσωπο ενός άντρα. “Υπέροχος πίνακας”, του λέω. “Πως θα τον ονομάσετε;” “Ο γιός του ανθρώπου”, απαντά κοφτά.  “Παρακαλώ πετάξτε το τώρα”. Ο Βέλγος Magritte βγαίνει στον όμορφο κήπο του, παίρνει μια βαθιά ανάσα ικανοποίησης και πετά ψηλά το μήλο.
Το μήλο ταξιδεύει, ταξιδεύει και φτάνει στο U.K. “Κάτι, κάτι μου θυμίζει αυτή η χώρα, κάτι μου θυμίζει”, σκέφτομαι ενώ σιγοψιθυρίζω τραγουδιστά… let it be, let it be, let it be…  “Πως σας λένε;” Ρωτώ τον όμορφο νεαρό που πιάνει το μήλο στον αέρα και με κοιτά γλυκά. “Paul, Paul MacCartney, μου δώσατε έμπνευση… και εγένετο η Apple Records. Thank you my young lady”. Και μου σκάει στα πεταχτά ένα φιλάκι. “Παρακαλώ, παρακαλώ, ηρεμίστε”. Του λέω κοκκινίζοντας. “Σειρά σας να πετάξετε το μήλο… όχι όχι, μην το δαγκώσετε. Αυτή είναι δουλειά άλλου. Το λέει και η ιστορία, πιστέψτε με”.
Ο Paul ελαφρώς προβληματισμένος, υπακούει και πετάει με δύναμη το μήλο.
Το μήλο ταξιδεύει ξανά και μετά από λίγο πέφτει στα χέρια μιας ηλικιωμένης μαυρομαντιλούσας γιαγιάς, κάπου στα βόρεια της Ζαγοράς. “Βρε καλώς το”. Μου λέει η γιαγιά. “Τι να το κάνω όμως κόρη μου το μήλο, για ρίξε μια ματιά ολούθε, παντού μηλιές. Άσε που είμαι φαφούτα και δεν μπορώ να δαγκώνω μήτε ψίχα ψωμιού, όχι μήλο”. Είπε γελώντας. “Ωωω συγγνώμη, μήπως όμως θα μπορούσατε να πετάξετε το μήλο κάπως ψηλά, όπως μπορείτε”. Η υπερήλιξ γιαγιά, χαμογέλασε, κάπως πονηρά ή έτσι μου φάνηκε. Γυάλισε το μήλο με τις ροζιασμένες χούφτες της και με απρόσμενη δύναμη για την ηλικία της πέταξε το μήλο. “Αλήθεια πως σας λένε;” Ρώτησα φεύγοντας. “Λόλα με λένε κόρη μου, Λόλα”. “Λόλα”, επανέλαβα και της φώναξα δυνατά. “Λόλα να ένα μήλο, Λόλα πάει το μήλο. Αλήθεια είστε η Λόλα;”
Το μήλο σηκώθηκε ψηλά, πολύ ψηλά, χάθηκε μέσα στα σύννεφα, ξαναφάνηκε, ξαναχάθηκε, πέρασε ωκεανούς, ποταμούς και λάβες, πόλεις και χωριά, αμάξια, άμαξες και κάρα, κάστρα και πολεμιστές, αγρότες αλλοτινών εποχών, ανθρώπους που μιλούσαν ακατάληπτα, γυναίκες και παιδιά ξυπόλητα και με προβιές τυλιγμένα, άντρες με ρόπαλα στα χέρια, τυρανόσαυρους και δεινόσαυρους, δάση παρθένα και γαλάζιες λίμνες, λουλουδιασμένες πεδιάδες και πουλιά πολύχρωμα με παραδείσια φωνή… και κει, κει που ζαλισμένη είχα χάσει προσανατολισμό, χρόνο και χώρο, εκεί το μήλο πέφτει στα χέρια μιας όμορφης μακρομαλούσας, σχεδόν γυμνής, αλλά άνετη στην αόρατη παρουσία μου.
Στρέφεται προς τον άντρα που βρίσκεται δίπλα της, τεντώνει το χέρι με το μήλο και του λέει γλυκά, πονηρά αλλά και κάπως επιτακτικά.
“Δάγκωσε το αγάπη μου”. “Όχι μη, μη”, φωνάζω απελπισμένη, βλέποντας τον άντρα να υπακούει τυφλά στην επιταγή της. “Τι φωνάζετε κυρία μου;” Λέει η μακρυμαλούσα. “Είστε και ανιστόρητη. Θα το δαγκώσει και θα πει κι’ ένα τραγούδι. Μαζί του θα πείτε κι’ εσείς ένα τραγούδι και όλο σας το σόι. Το ταξίδι σας τελείωσε ή μάλλον μόλις τώρα αρχίζει”.
Ο άντρας πήρε το μήλο, το δάγκωσε βαθιά και μου πέταξε το υπόλοιπο, λέγοντας. “Σας φτάνει αυτό για τα μηλομπουρεκάκια σας;” “Να τολμήσω να ρωτήσω το όνομα σας;” ρώτησα αποσβολωμένη το μισομπουκωμένο άντρα. “Κυρία μου, είστε και πολύ ανιστόρητη”, είπε εκείνος, αντί άλλης απάντησης.

Υλικά (για 6 μηλομπουρεκάκια)

  • 2 μέτρια μήλα – ένα πράσινο, ένα κόκκινο
  • 2 γεμάτες κ.σ. καστανή ζάχαρη
  • 1 κ.σ. γεμάτη κανέλα
  • 1 κ.γ. σιμιγδάλι ψιλό ή χοντρό
  • Φύλλο κρούστας
  • Μέλι
  • Αραβοσιτέλαιο
  • Λίγα φιστίκια ή άλλους ξηρούς καρπούς για πασπάλισμα

Διαδικασία

  • Το πρώτο που κάνω είναι να καθαρίσω τα μήλα και να τα τρίψω σε ένα μπολ.

   

  • Τα πασπαλίζω με τη ζάχαρη και την κανέλα. Προσθέτω το σιμιγδάλι που θα τραβήξει τα περισσότερα υγρά. Τα αφήνω στην άκρη.

   

 

  • Κόβω  φύλλα κρούστας σε 4 ίσα κομμάτια παραλληλόγραμμα. Για κάθε μηλομπουρεκάκι βάζω μόνο δυο φυλλαράκια. Αλείφω πεταχτά με ένα πινελάκι το πάνω φύλλο και βάζω στην κάτω πλευρά μια ποσότητα απ’ το μείγμα μήλων και κανελοζάχαρης.

  • Το τυλίγω σφιχτά αλλά προσεχτικά και όταν φτάσω περίπου στη μέση του φύλλου, διπλώνω τα πλαϊνά φύλλα στο ρολάκι-μπουρεκάκι. Ταχτοποιώ τα μπουρεκάκια σε καλά λαδωμένο με σπορέλαιο ρηχό ταψάκι και τα αλείφω ελαφρά όλα με το σπορέλαιο.

  • Τα ψήνω σε προθερμασμένο φούρνο, στον αέρα στους 200 βαθμούς, περίπου για 12-15 λεπτά.

  • Τα αφαιρώ με σπάτουλα απ’ το ταψάκι, τα βάζω σε πιάτο και τα περιχύνω με μέλι και ξηρούς καρπούς. Έβαλα λίγο φιστίκι Αιγίνης. Ιδανικά για πρωινό ή απογευματινό ρόφημα. Πανεύκολα και πεντανόστιμα. Να προσθέσω ότι τρώγονται και χωρίς το μέλι. Είναι εξίσου φανταστικά, τραγανά και γευστικότα.

   

Καλή σας επιτυχία και καλύτερη απόλαυση

 

Comments

2 responses to “Μηλομπουρεκάκια τα εύκολα”

  1. vatsithianou fotini

    Εξαιρετική συνταγή ,και εύκολη ,θα την φτιάξω

    1. Δήμητρα Χερουβείμ

      Καλά θα κάνεις Φωτεινή. Είναι πεντανόστιμα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *