Ξιφίας στη γκριλιέρα

Αραγμένη στην παραλία του Κάστρου Κυλλήνης, απολαμβάνω την ηρεμία και τη γαλήνη της εποχής, έτοιμη να τον τσιμπήσω κάτω από τον γλυκό ήλιο του Νοεμβρίου, όταν μια δυνατή τσιριχτή φωνή με επαναφέρει. “Γρήγορα τη μηχανή, ένα ψάρι στα πόδια μου”. Πετάγομαι ταραγμένη και τρέχω προς τη θάλασσα κρατώντας και τη φωτογραφική. Εκεί ξαφνιασμένη κι’ εγώ όπως και ο καλός μου, βλέπω ανάμεσα στα πόδια του να κάνει ξέφρενους ελιγμούς ένα μεγάλο γαλαζοπράσινο ψάρι. Παράξενος και εξωτικός χρωματισμός για ψάρι στις ελληνικές θάλασσες, τουλάχιστον έτσι σκεφτήκαμε, μιας και δεν είχαμε δει κάτι παρόμοιο σε ψάρι.

   

Μη τα πολυλογούμε, μας παίδεψε ο ανέλπιστος γαλαζοπράσινος θαλασσινός επισκέπτης, τον παιδέψαμε κι’ εμείς και τελικά ο μεγάλος μου ψαράς τον τσάκωσε από την ουρά και τον έβγαλε στην παραλία. “Και τώρα τι το κάνουμε τώρα; Άραγε τρώγεται, είναι καλό, μήπως είναι επικίνδυνο να το φάει κανείς;” Άκου χρυσέ μου”, πιο πρακτική εγώ, ” θα το βάλουμε στο ψυγείο και το βράδυ θα το πάμε στην ταβέρνα του κυρ Γιώργη και αυτός θα μας πει”. Πράγματι βουτάμε το ψάρι το μεταφέρουμε στο ψυγείο και το βράδυ βουρ στου κυρ Γιώργη την ταβέρνα. Χειμώνας καιρός, πέντε έξι σταθερά άτομα η πελατεία του μαγαζιού κι εμείς. Ο κυνηγός, ο ψαράς, ο λαδάς και δυο τρεις συνταξιούχοι. Ανοίγω τη σακούλα, δείχνω το ψάρι… και όλοι με μια φωνή, “κυνηγός, κυνηγός, σπάνιο έδεσμα!” “Δηλαδή τρώγεται μια χαρά, ” ρωτάμε εμείς αφελώς. “Φέρτο εδώ, Μαρία γρήγορα τη σχάρα στα κάρβουνα”, φωνάζει ο κυρ Γιώργος στη γυναίκα του.

Το ψάρι στο άψε σβήσε καθαρίζεται, κόβεται σε φέτες και ψήνεται στα κάρβουνα. Στρώνουμε τρία τραπέζια, γινόμαστε όλοι μια παρέα, έρχονται οι σαλάτες, οι φρεσκοτηγανισμένες πατάτες,τα κρασιά, ανοίγει και το ραδιόφωνο σε έναν επαρχιακό σταθμό με τα νταλκαδιάρικα και απολαμβάνουμε όλοι τον ξαφνικό θαλασσινό μπουνουμά που έπεσε στην κυριολεξία στα πόδια μας και στα χέρια του μάστορα ψήστη κυρ Γιώργη. Ευκαιρίας δοθείσης, μάθαμε και αρκετά για τον γαλαζοπράσινο κυνηγό, το ψάρι των ανοιχτών θαλασσών αλλά που του αρέσει να κολυμπά στον αφρό και πολλές φορές χάνει τον προσανατολισμό του, για άγνωστη αιτία και βρίσκεται στα πόδια τυχερού χειμερινού δραπέτη της πόλης.

Ο ξιφίας βεβαίως της σημερινής συνταγής δεν έχει καμία σχέση με το ψάρι κυνηγό. Όμως την αναπάντεχη αυτή χειμωνιάτικη ιστορία μας, μου την θύμισε ο ψαράς της γειτονιάς, όταν έκοβε σε φέτες, μπροστά στους πελάτες του, ένα μεγάλο ξιφία δίνοντας ταυτόχρονα συμβουλές για το πως θα πετύχουν ένα καλό ψήσιμο στα κάρβουνα ή στην γκριλιέρα του σπιτιού, όπως έκανα εγώ με τη φέτα ξιφία που αγόρασα.

Υλικά (για 3-4 άτομα)

  • 1 φέτα ξιφία γύρω στα 800 γρ.
  • Ελαιόλαδο
  • Ανθό αλατιού
  • Ξερή ρίγανη
  • Λεμόνια

Εκτέλεση

  • Λαδώνω καλά τον ξιφία, τον πασπαλίζω με τον ανθό αλατιού και τη ρίγανη. Τον αφήνω στο ψυγείο ως την ώρα που θα τον ψήσω.

  • Λαδώνω καλά την γκριλιέρα, την αφήνω να κάψει και βάζω προσεχτικά τη φέτα του ψαριού πάνω. Με μια ξύλινη σπάτουλα την πιέζω ελαφριά και την αφήνω να ψηθεί γύρω στα 8-10 λεπτά.

  • Τότε και μόνο τότε την γυρίζω με τη βοήθεια της ξύλινης σπάτουλας. Τοποθετώ και φέτες λεμονιού να ψηθούν μαζί. Να υπενθυμίσω ότι τα ελληνικά λεμόνια, όταν ψηθούν τρώγονται θαυμάσια με τα ψητά.

  • Αφήνω τη φέτα του ξιφία να ψηθεί καλά και από αυτή την πλευρά και την βγάζω προσεχτικά σε πιατέλα μαζί με τα λεμόνια. Την περιχύνω με λαδολέμονο καλά χτυπημένο και την πασπαλίζω πάλι με ξερή ρίγανη. Σερβίρω με πράσινη σαλάτα και ένα δροσερό καλό κρασί.

Καλή σας επιτυχία


Posted

in

by

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *